Ένα βράδυ καθόμασταν όλοι μαζί στο σαλόνι, η μπαλκονόπορτα ήταν ορθάνοιχτη και έμπαινε ένα δροσερό αεράκι, πίναμε κρύο τσάι και ακούγαμε ένα cd της bjork. Οι ακροάσεις ήταν από τις αγαπημένες μας ασχολίες. Βάζαμε το cd, μιλάγαμε ελάχιστα και μόλις τελείωνε δε χορταίναμε να μιλάμε για τις εντυπώσεις που μας άφησε. Το ίδιο κάναμε και με τις ταινίες.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν είχαμε δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου στο σπίτι, το φως των κεριών σε συνδυασμό με την ξεχωριστή φωνή της bjorκ έκανε το σπίτι να μοιάζει ένα τοπίο γεμάτο πάγους με λάβα που τους έλιωνε δημιουργώντας σχέδια που κόβουν την ανάσα. Εντελώς τριπαρισμένοι και οι τρεις, απογειωμένοι στο δικό μας κοινό ταξίδι, απολαμβάναμε τον κόσμο μας. Την εκστατική μας στιγμή διέκοψε το κουδούνι, σηκώθηκα πάτησα πάση στο cd και κατέβηκα να δω ποιος είναι. Το περίμενα μέρες απλά ήλπιζα ότι θα γινόταν σε μια στιγμή που η διάθεση μας θα ήταν πιο κοντά στη πραγματικότητα. Άνοιξα τη πόρτα και ήταν δύο παιδιά από τη παρέα μου. Αυτό που απέφευγα ήρθε να με προσγειώσει λίγο άγαρμπα στη πραγματικότητα. Ναι δε πήγα να βρω την οικογένεια μου και ήταν ζήτημα χρόνου να με βρουν εκείνοι.
Μέσα σε μισή ώρα το σπίτι είχε γεμίσει κόσμο, κόσμο αγαπητό. Γέλια και φωνές αντικατέστησαν τον ήχο της μουσικής, φως και παρουσίες κατέκλυσαν το εκστατικό τοπίο. Ένιωθα σαν χαμένη, μου μίλαγαν για αυτά που είχα χάσει τον καιρό που έλειπα, μου έδειχνα φωτογραφίες από τις διακοπές, περιέγραφαν τις πλάκες που έκαναν ο ένας στον άλλον, αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί. Μέσα σε αυτό τον "χαμό" κοιτώντας γύρω μου κατάλαβα ότι ο Άγγελος και Νώντας είχαν φύγει από το σπίτι. Με έπιασε κρύος ιδρώτας. Μα καλά τι τους έπιασε και έφυγαν, σκέφτηκα από μέσα μου. Άρχισα να νιώθω περίεργα, η πραγματική μου ζωή και η φαντασιακή μικρή μου πραγματικότητα, είχαν έχθρες μεταξύ τους, πλέον ήμουν σίγουρη.
Δε μπορούσα να αντιδράσω, έπρεπε να περιμένω, ωστόσο συνέχισα να μιλάω με τους φίλους μου και η αλήθεια ήταν ότι είχα αρχίσει να το απολαμβάνω. Μόνο εκείνο το συναίσθημα να έλειπε που μου είχε κάτσει στο στομάχι. Δεν ήθελα να έχουμε θέματα και ήταν λογικό ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να επιστρέψουμε στους κανονικούς μας ρυθμούς. Ίσως να μην ήμασταν ακόμα όλοι έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε κάτι τέτοιο, αλλά όπως και να έχει είχαμε ζωή πριν πάμε στη Νίσυρο και δε γινόταν να κάνουμε πως δεν τη βλέπουμε.
Μετά από ώρες τα παιδιά άρχισαν να φεύγουν, μου είχαν λείψει πάρα πολύ και είχα χαρεί επίσης πάρα πολύ που τους είδα. Ο Άγγελος και ο Νώντας γύρισαν μετά από λίγο, την ώρα που μάζευα το σπίτι. Δεν είχα όρεξη για πειράγματα και κουβέντες και είχα θυμώσει λίγο με την όλη συμπεριφορά τους. Το κλίμα ήταν περίεργο, καταλάβαινα ότι ούτε εκείνοι ήταν καλά. "Πως περάσατε στη βόλτα σας;", ρώτησα σχεδόν ειρωνικά. "Ωραία ήταν, έχει δροσιά έξω", απάντησε ο Νώντας με μισόλογα. "Αγοράσαμε και κόμικ από το μεγάλο περίπτερο στη πλατεία", συμπλήρωσε ο Άγγελος. 'Ωραία, χαίρομαι", απάντησα κάνοντας ότι δε συμβαίνει τίποτα. Μέσα μου έβραζα ήθελα να τους βάλω τις φωνές, που την έκαναν έτσι, που πήγαν βόλτα χωρίς εμένα, που ήταν αγενής απέναντι στους φίλους μου, που έκαναν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Όμως με απόλυτη ψυχραιμία, ίσως και λίγο ψυχρότητα πρότεινα να συνεχίσουμε την ακρόαση που αφήσαμε στη μέση. Δέχτηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη και ευθύς αμέσως στρωθήκαμε στον καναπέ.
Όμως εκείνο το βράδυ δεν είχε συζήτηση μετά τη μουσική, ούτε γέλια και αγκαλιές πριν τον ύπνο. Κοιμήθηκα στο σαλόνι, ήθελα έναν ολόκληρο χώρο δικό μου, να αφεθώ στις σκέψεις μου, να αδειάσω από το περίεργο συναίσθημα που ένιωθα. Ήξερα ότι σύντομα θα έπρεπε να κάνουμε μια κουβέντα...
συνεχίζεται...
υ.γ. η ιστορία κυλάει αργά, δεν είναι πως δε θυμάμαι, αλλά τα λόγια βγαίνουν με δυσκολία, όπως δυσκολία είχαν και οι στιγμές τότε...συγνώμη για το κενό ανάμεσα στις αναρτήσεις και ευχαριστώ για την υπομονή σας...φιλιά