Έξω κυλάει της πόλης το ποτάμι
δε μου 'πες στα ταξίδια σου τι είδες
αν όπως πήγες γύρισες δεν πήγες
στου κόσμου το πολύχρωμο χαρμάνι


Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Ανάμεσα...


 



*Δε ξέρω αν ήθελα και κάτι άλλο, μάλλον ήμουν υπέρ ευτυχισμένη, τα είχα όλα, έρωτα, αγάπη, φιλία, φροντίδα, επικοινωνία, συνεργασία.



  Ένα βράδυ καθόμασταν όλοι μαζί στο σαλόνι, η μπαλκονόπορτα ήταν ορθάνοιχτη και έμπαινε ένα δροσερό αεράκι, πίναμε κρύο τσάι και ακούγαμε ένα cd της bjork. Οι ακροάσεις ήταν από τις αγαπημένες μας ασχολίες. Βάζαμε το cd, μιλάγαμε ελάχιστα και μόλις τελείωνε δε χορταίναμε να μιλάμε για τις εντυπώσεις που μας άφησε. Το ίδιο κάναμε και με τις ταινίες. 

  Εκείνο το βράδυ λοιπόν είχαμε δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου στο σπίτι, το φως των κεριών σε συνδυασμό με την ξεχωριστή φωνή της bjorκ έκανε το σπίτι να μοιάζει ένα τοπίο γεμάτο πάγους με λάβα που τους έλιωνε δημιουργώντας σχέδια που κόβουν την ανάσα. Εντελώς τριπαρισμένοι και οι τρεις, απογειωμένοι στο δικό μας κοινό ταξίδι, απολαμβάναμε τον κόσμο μας. Την εκστατική μας στιγμή διέκοψε το κουδούνι, σηκώθηκα πάτησα πάση στο cd και κατέβηκα να δω ποιος είναι. Το περίμενα μέρες απλά ήλπιζα ότι θα γινόταν σε μια στιγμή που η διάθεση μας θα ήταν πιο κοντά στη πραγματικότητα. Άνοιξα τη πόρτα και ήταν δύο παιδιά από τη παρέα μου. Αυτό που απέφευγα ήρθε να με προσγειώσει λίγο άγαρμπα στη πραγματικότητα. Ναι δε πήγα να βρω την οικογένεια μου και ήταν ζήτημα χρόνου να με βρουν εκείνοι. 

  Μέσα σε μισή ώρα το σπίτι είχε γεμίσει κόσμο, κόσμο αγαπητό. Γέλια και φωνές αντικατέστησαν τον ήχο της μουσικής, φως και παρουσίες κατέκλυσαν το εκστατικό τοπίο. Ένιωθα σαν χαμένη, μου μίλαγαν για αυτά που είχα χάσει τον καιρό που έλειπα, μου έδειχνα φωτογραφίες από τις διακοπές, περιέγραφαν τις πλάκες που έκαναν ο ένας στον άλλον, αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί. Μέσα σε αυτό τον "χαμό" κοιτώντας γύρω μου κατάλαβα ότι ο Άγγελος και Νώντας είχαν φύγει από το σπίτι. Με έπιασε κρύος ιδρώτας. Μα καλά τι τους έπιασε και έφυγαν, σκέφτηκα από μέσα μου. Άρχισα να νιώθω περίεργα, η πραγματική μου ζωή και η φαντασιακή μικρή μου πραγματικότητα, είχαν έχθρες μεταξύ τους, πλέον ήμουν σίγουρη.

  Δε μπορούσα να αντιδράσω, έπρεπε να περιμένω, ωστόσο συνέχισα να μιλάω με τους φίλους μου και η αλήθεια ήταν ότι είχα αρχίσει να το απολαμβάνω. Μόνο εκείνο το συναίσθημα να έλειπε που μου είχε κάτσει στο στομάχι. Δεν ήθελα να έχουμε θέματα και ήταν λογικό ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να επιστρέψουμε στους κανονικούς μας ρυθμούς. Ίσως να μην ήμασταν ακόμα όλοι έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε κάτι τέτοιο, αλλά όπως και να έχει είχαμε ζωή πριν πάμε στη Νίσυρο και δε γινόταν να κάνουμε πως δεν τη βλέπουμε.

  Μετά από ώρες τα παιδιά άρχισαν να φεύγουν, μου είχαν λείψει πάρα πολύ και είχα χαρεί επίσης πάρα πολύ που τους είδα. Ο Άγγελος και ο Νώντας γύρισαν μετά από λίγο, την ώρα που μάζευα το σπίτι. Δεν είχα όρεξη για πειράγματα και κουβέντες και είχα θυμώσει λίγο με την όλη συμπεριφορά τους. Το κλίμα ήταν περίεργο, καταλάβαινα ότι ούτε εκείνοι ήταν καλά. "Πως περάσατε στη βόλτα σας;", ρώτησα σχεδόν ειρωνικά. "Ωραία ήταν, έχει δροσιά έξω", απάντησε ο Νώντας με μισόλογα. "Αγοράσαμε και κόμικ από το μεγάλο περίπτερο στη πλατεία", συμπλήρωσε ο Άγγελος. 'Ωραία, χαίρομαι", απάντησα κάνοντας ότι δε συμβαίνει τίποτα. Μέσα μου έβραζα ήθελα να τους βάλω τις φωνές, που την έκαναν έτσι, που πήγαν βόλτα χωρίς εμένα, που ήταν αγενής απέναντι στους φίλους μου, που έκαναν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Όμως με απόλυτη ψυχραιμία, ίσως και λίγο ψυχρότητα πρότεινα να συνεχίσουμε την ακρόαση που αφήσαμε στη μέση. Δέχτηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη και ευθύς αμέσως στρωθήκαμε στον καναπέ. 

  Όμως εκείνο το βράδυ δεν είχε συζήτηση μετά τη μουσική, ούτε γέλια  και αγκαλιές πριν τον ύπνο. Κοιμήθηκα στο σαλόνι, ήθελα έναν ολόκληρο χώρο δικό μου, να αφεθώ στις σκέψεις μου, να αδειάσω από το περίεργο συναίσθημα που ένιωθα. Ήξερα ότι σύντομα θα έπρεπε να κάνουμε μια κουβέντα...



συνεχίζεται...

υ.γ. η ιστορία κυλάει αργά, δεν είναι πως δε θυμάμαι, αλλά τα λόγια βγαίνουν με δυσκολία, όπως δυσκολία είχαν και οι στιγμές τότε...συγνώμη για το κενό ανάμεσα στις αναρτήσεις και ευχαριστώ για την υπομονή σας...φιλιά


Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Το μπαλκόνι με τον αριθμό τρία...








*Μαζέψαμε τα μοσχομυρωδάτα ρούχα μας από τη ταράτσα, φτιάξαμε ξανά βαλίτσες και ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας...


  Ήμουν στην Αθήνα ήδη τρεις μέρες, ακόμα δεν είχα δει τους φίλους μου, δεν είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο, δεν ήξερα αν είναι καλά, πως πέρασαν στις διακοπές τους. Από τη μια είχα αγωνία να τους συναντήσω, από την άλλη δεν ήξερα πως να εκφράσω όλο αυτό που ζούσα, ίσως τελικά οι φίλοι μου να ήταν η τελειωτική σύνδεση με τη πραγματική μου ζωή, δεν ήξερα αν ήμουν ακόμη έτοιμη γι' αυτό. Τότε η παρέα ήταν αρκετά μεγάλη, γειτονόπουλα και συμμαθητές είχαμε κάνει ένα team άπαιχτο. Δε χρειαζόταν να τηλεφωνήσουμε, πέρναγε ο ένας από το σπίτι του άλλου και άμα βλέπαμε φως ανοιχτό χτυπάγαμε κουδούνι, άμα βλέπαμε κανέναν στο μπαλκόνι φωνάζαμε και μας άνοιγαν επιτόπου. 

  Την είχαμε κερδίσει αυτή την ελευθερία, σε κάθε γιορτή περνάγαμε όλοι από τα σπίτια όλων για να ευχηθούμε, τα Χριστούγεννα κόβαμε πολλές βασιλόπιτες ή τέλος πάντων σε κάθε σπίτι υπήρχε ένα κομμάτι για μας, το Πάσχα ψήναμε πολλά αρνιά και τσουγκρίζαμε πολλά αυγά. Οι οικογένειες μας δεν έκαναν παρέα μεταξύ τους αλλά ήξεραν όλα τα μέλη της παρέας. Αυτό μας έκανε να νιώθουμε την παρέα σαν δεύτερη οικογένεια, η παρέα ήταν ο μικρόκοσμος μας.


 Όχι σίγουρα δεν ήμουν ακόμα έτοιμη να επιστρέψω στην οικογένεια μου, η φαντασιακή όψη των διακοπών αυτών είχε πια κερδίσει πολύ χώρο στη ζωή μου και δεν ήθελα να την αφήσω. Έτσι άφησα τη παρουσία μου στην Αθήνα να εννοηθεί, έτσι και αλλιώς κάπως θα βρισκόμασταν, δε χρειαζόταν να το κάνω και ολόκληρο θέμα.


 Ο Νώντας και ο Άγγελος την ίδια μέρα που έφυγαν οι γονείς μου κατέφτασαν με τα βαλιτσάκια τους, έφεραν μουσικές, ταινίες, μπλοκ ζωγραφικής, υλικά για την κατασκευή ζογκλερικών, ανεμελιά, χαμόγελα και προέκταση της πλασματικής μου πραγματικότητας.

  Το σπίτι των γονιών μου ήταν και είναι σε ένα από τα προάστια της Αθήνας, αυτό σημαίνει μονοκατοικία, πρώτος όροφος για την ακρίβεια, μπαλονάκι και πολύ πράσινο. Το μπροστά μπαλκόνι αμέσως μετατράπηκε σε ένα μεγάλο χαλαρωτικό χώρο με στρωσίδια πάνω στα πλακάκια και μαξιλάρες. Εκεί περνάγαμε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.Πίναμε τον πρωινό μας καφέ, ακούγαμε μουσικές, γυρνάγαμε την τηλεόραση και βλέπαμε ταινίες, διαβάζαμε παραμύθια πριν κοιμηθούμε, και εννοείται ότι κοιμόμασταν εκεί και οι τρεις μαζί. 

  Μόνο μερικά βράδια που ο Άγγελος πήγαινε για δουλειά και γύρναγε αργά το βράδυ μας έβρισκε να κοιμόμαστε ο καθένας στο δωμάτιο του, ο Νώντας συνήθως κοιμόταν στο δωμάτιο μου, που είχε δύο κρεβάτια και εγώ στων γονιών μου στο διπλό, τότε διάλεγε, αναλόγως με το πόσο κουρασμένος ήταν, ή πήγαινε στο μέσα δωμάτιο στο μονό κρεβάτι ή κοιμόταν μαζί μου. Κάποια βράδια συνειδητά κοιμόμασταν ξεχωριστά, δηλαδή εγώ με τον Άγγελο και ο Νώντας στο μέσα δωμάτιο, τότε μιλάγαμε και χασκογελάγαμε μέχρι να ακουστεί το πρώτο ροχαλητό. Άλλες πάλι που δε μας έπαιρνε ο ύπνος, γυρνάγαμε στο μπαλκόνι, μέναμε σιωπηλοί ή αναλύαμε θέματα περί σχέσεων, συνύπαρξης και αυτογνωσίας.

  Κάπου εκεί ανάμεσα σε ύπνους, γέλια, όνειρα και μουσικές, συνειδητοποίησα ότι ο έρωτας μου για τον Άγγελο όλο και μεγάλωνε.  Δεν ήξερα αν ήμασταν ζευγάρι γιατί δε λειτουργούσαμε σαν τα κοινά ζευγάρια, έτσι και αλλιώς λίγες φορές ήμασταν μόνοι μας, όμως δεν έλειπαν τα κλεφτά φιλιά στον διάδρομο και οι αγκαλιές αργά το βράδυ. Δε ξέρω αν ήθελα και κάτι άλλο, μάλλον ήμουν υπέρ ευτυχισμένη, τα είχα όλα, έρωτα, αγάπη, φιλία, νοιάξιμο, επικοινωνία, συνεργασία. 


...συνεχίζεται