*Μαζέψαμε τα μοσχομυρωδάτα ρούχα μας από τη ταράτσα, φτιάξαμε ξανά βαλίτσες και ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας...
Ήμουν στην Αθήνα ήδη τρεις μέρες, ακόμα δεν είχα δει τους φίλους μου, δεν είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο, δεν ήξερα αν είναι καλά, πως πέρασαν στις διακοπές τους. Από τη μια είχα αγωνία να τους συναντήσω, από την άλλη δεν ήξερα πως να εκφράσω όλο αυτό που ζούσα, ίσως τελικά οι φίλοι μου να ήταν η τελειωτική σύνδεση με τη πραγματική μου ζωή, δεν ήξερα αν ήμουν ακόμη έτοιμη γι' αυτό. Τότε η παρέα ήταν αρκετά μεγάλη, γειτονόπουλα και συμμαθητές είχαμε κάνει ένα team άπαιχτο. Δε χρειαζόταν να τηλεφωνήσουμε, πέρναγε ο ένας από το σπίτι του άλλου και άμα βλέπαμε φως ανοιχτό χτυπάγαμε κουδούνι, άμα βλέπαμε κανέναν στο μπαλκόνι φωνάζαμε και μας άνοιγαν επιτόπου.
Την είχαμε κερδίσει αυτή την ελευθερία, σε κάθε γιορτή περνάγαμε όλοι από τα σπίτια όλων για να ευχηθούμε, τα Χριστούγεννα κόβαμε πολλές βασιλόπιτες ή τέλος πάντων σε κάθε σπίτι υπήρχε ένα κομμάτι για μας, το Πάσχα ψήναμε πολλά αρνιά και τσουγκρίζαμε πολλά αυγά. Οι οικογένειες μας δεν έκαναν παρέα μεταξύ τους αλλά ήξεραν όλα τα μέλη της παρέας. Αυτό μας έκανε να νιώθουμε την παρέα σαν δεύτερη οικογένεια, η παρέα ήταν ο μικρόκοσμος μας.
Όχι σίγουρα δεν ήμουν ακόμα έτοιμη να επιστρέψω στην οικογένεια μου, η φαντασιακή όψη των διακοπών αυτών είχε πια κερδίσει πολύ χώρο στη ζωή μου και δεν ήθελα να την αφήσω. Έτσι άφησα τη παρουσία μου στην Αθήνα να εννοηθεί, έτσι και αλλιώς κάπως θα βρισκόμασταν, δε χρειαζόταν να το κάνω και ολόκληρο θέμα.
Ο Νώντας και ο Άγγελος την ίδια μέρα που έφυγαν οι γονείς μου κατέφτασαν με τα βαλιτσάκια τους, έφεραν μουσικές, ταινίες, μπλοκ ζωγραφικής, υλικά για την κατασκευή ζογκλερικών, ανεμελιά, χαμόγελα και προέκταση της πλασματικής μου πραγματικότητας.
Το σπίτι των γονιών μου ήταν και είναι σε ένα από τα προάστια της Αθήνας, αυτό σημαίνει μονοκατοικία, πρώτος όροφος για την ακρίβεια, μπαλονάκι και πολύ πράσινο. Το μπροστά μπαλκόνι αμέσως μετατράπηκε σε ένα μεγάλο χαλαρωτικό χώρο με στρωσίδια πάνω στα πλακάκια και μαξιλάρες. Εκεί περνάγαμε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.Πίναμε τον πρωινό μας καφέ, ακούγαμε μουσικές, γυρνάγαμε την τηλεόραση και βλέπαμε ταινίες, διαβάζαμε παραμύθια πριν κοιμηθούμε, και εννοείται ότι κοιμόμασταν εκεί και οι τρεις μαζί.
Μόνο μερικά βράδια που ο Άγγελος πήγαινε για δουλειά και γύρναγε αργά το βράδυ μας έβρισκε να κοιμόμαστε ο καθένας στο δωμάτιο του, ο Νώντας συνήθως κοιμόταν στο δωμάτιο μου, που είχε δύο κρεβάτια και εγώ στων γονιών μου στο διπλό, τότε διάλεγε, αναλόγως με το πόσο κουρασμένος ήταν, ή πήγαινε στο μέσα δωμάτιο στο μονό κρεβάτι ή κοιμόταν μαζί μου. Κάποια βράδια συνειδητά κοιμόμασταν ξεχωριστά, δηλαδή εγώ με τον Άγγελο και ο Νώντας στο μέσα δωμάτιο, τότε μιλάγαμε και χασκογελάγαμε μέχρι να ακουστεί το πρώτο ροχαλητό. Άλλες πάλι που δε μας έπαιρνε ο ύπνος, γυρνάγαμε στο μπαλκόνι, μέναμε σιωπηλοί ή αναλύαμε θέματα περί σχέσεων, συνύπαρξης και αυτογνωσίας.
Μόνο μερικά βράδια που ο Άγγελος πήγαινε για δουλειά και γύρναγε αργά το βράδυ μας έβρισκε να κοιμόμαστε ο καθένας στο δωμάτιο του, ο Νώντας συνήθως κοιμόταν στο δωμάτιο μου, που είχε δύο κρεβάτια και εγώ στων γονιών μου στο διπλό, τότε διάλεγε, αναλόγως με το πόσο κουρασμένος ήταν, ή πήγαινε στο μέσα δωμάτιο στο μονό κρεβάτι ή κοιμόταν μαζί μου. Κάποια βράδια συνειδητά κοιμόμασταν ξεχωριστά, δηλαδή εγώ με τον Άγγελο και ο Νώντας στο μέσα δωμάτιο, τότε μιλάγαμε και χασκογελάγαμε μέχρι να ακουστεί το πρώτο ροχαλητό. Άλλες πάλι που δε μας έπαιρνε ο ύπνος, γυρνάγαμε στο μπαλκόνι, μέναμε σιωπηλοί ή αναλύαμε θέματα περί σχέσεων, συνύπαρξης και αυτογνωσίας.
Κάπου εκεί ανάμεσα σε ύπνους, γέλια, όνειρα και μουσικές, συνειδητοποίησα ότι ο έρωτας μου για τον Άγγελο όλο και μεγάλωνε. Δεν ήξερα αν ήμασταν ζευγάρι γιατί δε λειτουργούσαμε σαν τα κοινά ζευγάρια, έτσι και αλλιώς λίγες φορές ήμασταν μόνοι μας, όμως δεν έλειπαν τα κλεφτά φιλιά στον διάδρομο και οι αγκαλιές αργά το βράδυ. Δε ξέρω αν ήθελα και κάτι άλλο, μάλλον ήμουν υπέρ ευτυχισμένη, τα είχα όλα, έρωτα, αγάπη, φιλία, νοιάξιμο, επικοινωνία, συνεργασία.
...συνεχίζεται